- παρέχοιμι
- παρέχωhand overpres opt act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρἔχοιμι — παρέχοιμι , παρέχω hand over pres opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέχοιμ' — παρέχοιμι , παρέχω hand over pres opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επηετανός — ἐπηετανός, όν και ός, ή, όν (Α) 1. αυτός που διαρκεί έναν χρόνο 2. πλούσιος, αρκετός («σῑτον ἐπηετανὸν παρέχοιμι», Ομ. Οδ.) 3. (για δέντρο) δασύφυλλος, με πλούσιο φύλλωμα 4. (το ουδ. ως επίρρ.) επηετανόν άφθονα, πλουσιοπάροχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επ(ί) … Dictionary of Greek